Long you live and high you fly

And smiles you"ll give and tears you"ll cry

And all you touch and all you see

Is all your life will ever be




Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Η ιστορία του Μπεν

"Καλημέρα, με λένε Μπεν" έτσι ξαφνικά, με μια απλή φράση και ένα πλατύ χαμόγελο, μπήκε στη ζωή μας ο Benjamin. Ήταν στις αρχές όταν είχα πρωτοέρθει στην Ουγκάντα και ψάχναμε έναν οδηγό που να γνωρίζει καλά τους δρόμους της πόλης αλλά κυρίως τους ανθρώπους της. Ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα, και ένας ψηλός νεαρός με φωτεινό βλέμμα και παιδικό χαμόγελο μπήκε στο γραφείο. Αγαπήσαμε τον Μπεν απο την πρώτη στιγμή..ακούραστος, χωρίς ποτέ να παραπονιέται και να δυσανασχετεί, μας γνώρισε την πραγματική Ουγκάντα και τους ανθρώπους της. Αυτούς που τα κανάλια και οι εφημερίδες δεν θα σας δείξουν ποτέ και που καμία ανθρωπιστική οργάνωση δεν θα χρησιμοποιήσει ως succes story τα Χριστούγεννα...
Η ιστορία του Μπεν είναι η ιστορία της Ουγκάντα και παράλληλα είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που κέρδισε όλες τις πιθανότητες και ενώ τα πάντα ήταν εναντίον του βγήκε νικητής.



Ο Μπεν γεννήθηκε λίγο πριν την πτώση του Idi Amin Dada, του παράλογου δικτάτορα που καθώς βυθιζόταν στην τρέλα, παρέσερνε μαζί του έναν ολόκληρο λαό. Ήταν η εποχή που οι μεθυσμένοι στρατιώτες του Amin έκαναν επιδρομές στα χωριά, πυροβολούσαν και σκότωναν όποιον συναντούσαν, ακρωτηρίαζαν και βίαζαν γυναίκες και παιδιά και έσφαζαν τα ζώα στα μεγάλα εθνικά πάρκα για να πουλήσουν χαυλιόδοντες και δέρματα στην Δύση. Η οικογένεια του Μπεν ζούσε στη Βόρεια Ουγκάντα και ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός. Για ένα μικρό παιδί, οι πρώτες εικόνες του κόσμου του δεν ήταν παρά πτώματα, μεθυσμένοι στρατιώτες που έμπαιναν στις καλύβες και έσερναν έξω τις γυναίκες και τα παιδιά, που πυροβολούσαν ηλικιωμένους και έκαιγαν τις σοδειές. Πρώτα ήταν οι στρατιώτες του Αμιν, μετά οι Τανζανοί, έπειτα ο εθνικός στρατός των Ομπότε και Οκέλλο και τέλος οι αντάρτες του NRM...Και όταν όλοι πίστεψαν πως ο εφιάλτης τελείωσε ένας μυστηριώδης στρατός που ακούει στο όνομα Αντιστασιακός Στρατός του Κυρίου εμφανίζεται και ένας νέος κύκλος αίματος και τρόμου ξεκινάει στο Βορρά...



Ο Μπεν δεν θυμάται καθαρά τον πατέρα του. Ένα απόγευμα δεν γύρισε σπίτι και όλοι κατάλαβαν πως δεν θα τον ξαναβλεπαν ποτέ. Αντάρτες, στρατιώτες, κανείς δεν έμαθε τι έγινε. Ο Μπεν όμως κατάλαβε πως τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. Σύντομα φόρτωσαν τα λιγοστά τους ρούχα και δύο κατσαρόλες σε ένα παλιό λεωφορείο και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα του στο πατρικό χωριό.  Ήταν η εποχή που ο Αντιστασιακός Στρατός του Κυρίου έσπερνε τον τρόμο στην Βόρεια Ουγκάντα. Καθημερινά οι αντάρτες του Κόνυ έστηναν ενέδρα στα χωριά..σκότωναν, ακρωτηρίαζαν, βιοπραγούσαν και κυρίως άρπαζαν τα παιδιά..Τα αγόρια θα γίνονταν ανήλικοι στρατιώτες..Η μύηση τους ξεκινούσε τη στιγμή της αρπαγής: πρώτα θα ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου τους γονείς τους και μετά θα γίνονταν στρατιώτες και ας ήταν συχνά πιο μικρά και απο τα όπλα που έπρεπε να κουβαλήσουν..Τα κορίτσια θα γίνονταν "νύφες". Στα στρατόπεδα των ανταρτών τις περίμενε ένας σωρός απο πουκάμισα..Θα διάλεγαν ένα στην τύχη και ο κάτοχος του θα ήταν και ο νέος τους "σύζυγος"..Τι σημασία είχε αν ήταν μόλις 11 χρονών και ο "σύζυγος" πάνω απο 30 ή 40..η άρνηση ισοδυναμούσε με θάνατο..


 πηγή: http://www.operationbrokensilence.org


Ο Μπεν κοιμόταν κάθε βράδυ στην αγκαλιά της μητέρας του γιατί κανείς δεν ήξερε αν το επόμενο πρωί θα ξυπνούσε για να πάει σχολείο ή αν θα γινόταν ο επόμενος στρατιώτης των ανταρτών.
Όποτε μας μιλούσε για τη μητέρα του το πρόσωπο του έλαμπε.  Θυμάται πως τον προστάτευε, πως φρόντιζε πάντα να του δίνει τη μεγαλύτερη μερίδα απο το ουγκάλι, να βρίσκει πάντα εκείνες τις κόκκινες καραμέλες που τόσο του άρεσαν..Θυμάται τη γαλάζια στολή και τα καινούρια παπούτσια που με κάποιο μαγικό τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε, είχε καταφέρει να του αγοράσει ..Και πόσο περήφανη ήταν εκείνο το πρωί όταν τον έντυσε και γεμάτη χαρά του τα έδειξε...Αυτή η μέρα ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής του..Με τα ολοκαίνουρια μαύρα παπουτσάκια στα πόδια έφυγε τρέχοντας για το σχολείο..Θα τα έδειχνε στα άλλα παιδιά και όλοι θα τον ζήλευαν, θα ήθελαν να τα δοκιμάσουν, αλλά εκείνος δεν θα τα έδινε σε κανέναν, γιατί ήταν μόνο δικά του.  Ανυπομονούσε τόσο να πάει που έφυγε χωρίς να την  χαιρετήσει, χωρίς να της πει πόσο ευτυχισμένο τον  είχε κάνει. Δεν κοίταξε καν πίσω καθώς έτρεχε και δεν την είδε που στεκόταν στην πόρτα, μέσα στο φωτεινό κίτρινο φόρεμα της και το πολύχρωμο μαντήλι της. Λίγες ώρες αργότερα, οι αντάρτες του Κόνυ επιτέθηκαν στο χωριό..Ίσως αν ήξερε πως θα την έβλεπε για τελευταία φορά, να είχε γυρίσει λίγο να την κοιτάξει...


Για ένα ορφανό παιδί που μεγαλώνει μόνο του η ζωή είναι σκληρή. Πόσο μάλλον όταν γύρω σου εκτυλίσσεται ένας απάνθρωπος πόλεμος. Όταν είσαι μόνο δέκα χρονών και πρέπει να επιβιώσεις και ξέρεις πως το παραμικρό λάθος σημαίνει θάνατο. Όταν τις νύχτες περπατάς 30 και 40 χιλιόμετρα για να πας σε διαφορετική πόλη κάθε φορά, ελπίζοντας να μην σε προλάβουν οι αντάρτες αλλά και να μη σε πυροβολήσουν οι στρατιώτες. Και όμως θέλεις να επιβιώσεις. Δεν θέλεις να χαθείς. Επιμένεις να πηγαίνεις στο σχολείο. Κρύβεσαι μέσα στις μπανανιές και τρως απο τα σκουπίδια..πουλάς ζαχαροκάλαμα και πλαστικά ρολόγια στους δρόμους, κρύβεσαι στα χωράφια και κάθε βράδυ ξυπνάς τρομαγμένος και κλαις στον ύπνο σου. Και όμως σε κάθε πόλη που θα πας, ζητάς να σε πάρουν στο σχολείο. Οι δάσκαλοι σε κοροϊδεύουν και σε διώχνουν γιατί δεν έχεις χρήματα να αγοράσεις ρούχα κ φοράς κουρέλια..οι συμμαθητές σου γελάνε γιατί είσαι 12 χρονών και ακόμα πηγαίνεις στις πρώτες τάξεις. Και όμως κλείνεις τα αυτιά στις κοροϊδίες και παρακαλάς να σε δεχτούν..Και συνεχίζεις να πειρπλανιέσαι απο το βορά προς το νότο, να πουλάς μικροπράγματα στους δρόμους, να δουλεύεις στα εργαστήρια πλίνθων και να επιμένεις να πηγαίνεις στο σχολείο..

Σήμερα, στα 33 του χρόνια ο Μπεν έχει πλέον τελειώσει το σχολείο. Ο Αντιστασιακός στρατός του Κυρίου δεν υπάρχει πια. Η ειρήνη έχει έρθει στη Βόρεια Ουγκάντα, τα παιδιά στρατιώτες και οι ανήλικες νύφες προσπαθούν να ξεχάσουν, οι χιλιάδες ακρωτηριασμένοι επιβιώνουν χάρη στις ανθρωπιστικές οργανώσεις, οι εκατοντάδες γυναίκες που βιάστηκαν και έφεραν στον κόσμο τα παιδιά τους προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια και να προχωρήσουν...
Ο Μπεν έδωσε τη δική του μάχη και την κέρδισε. Έχει ακόμα πολλά σχέδια. Κάθε βράδυ βγαίνει στους δρόμους της Καμπάλας, μοιράζει ρύζι και ματόκε  και μιλάει στα παιδιά που κοιμούνται στα σπασμένα πεζοδρόμια. Τους μαθαίνει πως μπορούν ακόμα να έχουν όνειρα και πως εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που δεν τα έχουν ξεχάσει. Ονειρεύεται ένα σπίτι  όπου τα παιδιά των δρόμων θα μπορούν να κοιμούνται  και να τρώνε..Ίσως κάποτε να καταφέρει να τα στέλνει και στο σχολείο..Ονειρα που μόνο αν έχεις πονέσει πολύ είσαι άξιος και να τα πραγματαοποιήσεις....


4 σχόλια:

Maria Gkini είπε...

Πως να πιστέψουν οι απιστοι τι θάματα μπορεί να γεμίσει η πίστη? Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, οταν συνεπαρθεί απο μία μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις οταν, ύστερα απο πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις...γιατί δεν μπορείς να βρείς πια δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου. Και νρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περιγελάς αν μια φλεγόμεν ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή είναι η αξία του ανθρώπου¨να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο..και να είσαι σίγουρος πως θα το φτάσει.. Ν. Καζαντζακης ,"Ο Καπετάν Μιχάλης".

Ανώνυμος είπε...

αλλη μια καταπληκτικη , συγκινητική ιστορια....μακαρι να καταφερναν ολοι να ξεφευγαν απο μια μοιρα που, δυστυχως, ειναι καθορισμενη...
Στεφανία

Fran είπε...

Ο Μπεν ξεφυγε παντως...οκ, δεν αλλαζει το παρελθον αλλα αλλαξε το μελλον του...Παντως υποτιθεται πως ηταν μια χαρουμενη ιστορια...

KaPaworld είπε...

Υπέροχο...

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...