Θα σας διηγηθώ μια ιστορία-αληθινή και φοβάμαι και πολύ συνηθισμένη. Λίγες εβδομάδες πριν επισκέφτηκα στη Βόρεια Νιγηρία έναν καταυλισμό εκτοπισμένων. Δεν θα σταθώ στα πολιτικά αίτια. Οι άνθρωποι είχαν δει το χάρο με τα μάτια τους, που λέει και ο λαός μας. Είχαν ξεφύγει από τη Μπόκο Χαραμ.
Στον καταυλισμό αυτόν λοιπόν με πλησίασε μια γυναίκα με ένα μωρό που έμοιαζε να είναι 2 μηνών. Ήταν δέκα μηνών. Το μωρό ανέπνεε με δυσκολία, ένα πράσινο υγρό έβγαινε από το στόμα του και είχε μια έκφραση αγωνίας στα μάτια. Με άλλα λόγια το μωρό πέθαινε. Είμαι λοιπόν εκεί, δίπλα μου μια υπάλληλος διεθνούς οργανισμού, παραδίπλα ένας κυβερνητικός και η μάνα με το μωρό. Τα έχω λίγο χαμένα-δεν το περίμενα αυτό. Η επαγγελματίας ανθρωπίστρια λέει στη μάνα να πάει αύριο το μωρό στην κλινική. Εκεί σαν να ξυπνάω από το λήθαργο της απαντώ ότι αύριο το μωρό θα έχει πεθάνει. Ξεκινάει μια συζήτηση λοιπόν και νιώθω ότι παρακολουθώ το θέατρο του παραλόγου. Μόνο που συμμετέχω κιόλας. Δεν υπάρχει γιατρός τώρα, δεν μπορεί να βγει από τον καταυλισμό, να περιμένει αύριο, γιατί δεν το πήγε πιο νωρίς και διάφορα παρόμοια. Το μωρό στο μεταξύ μοιάζει σαν να παίρνει τις τελευταίες του ανάσες. Εμείς εκεί να συζητάμε γιατί δεν μπορούμε να το βοηθήσουμε και το μωρό να πεθαίνει. Φυσικά η ζωή δεν είναι ταινία και δεν υπάρχει ο ήρωας που θα αρπάξει το μωρό, θα αψηφίσει τους κανόνες και τους στρατιωτικούς και θα το σώσει. Έτσι απλά αφήσαμε το μωρό και φύγαμε. Ναι όπως το ακούτε. Τέλος της ιστορίας, πάμε παρακάτω.