-Κυρία, ο Θεός
είναι μεγάλος, τι θα μου δώσεις σήμερα;
Κάθε μέρα η ίδια
σχεδόν φράση σε σπασμένα αγγλικά και ένα πλατύ χαμόγελο χωρίς δόντια. Φορούσε
ένα βρώμικο πουκάμισο, πολύ μεγάλο να χωρέσει το κοκαλιάρικο σώμα του και ένα
σκισμένο παντελόνι. Τα μάτια του βαθιά μαύρα, δύσκολο να καταλάβεις τι κρύβουν
και τι είχαν δει. Πάντα εκεί με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα απλωμένο χέρι, τι θα
μου δώσεις σήμερα...
Δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρονών. Βρώμικα
μαλλιά, και φαγωμένα νύχια. Μα το φαφούτικο χαμόγελο πάντα πλατύ. Όταν δεν
ζήταγε φαγητό, καθόταν στη γωνία του δρόμου, ανάμεσα στις δύο μεγάλες λεύκες.
Είχε φτιάξει το δικό του σπιτάκι. Δυο χαρτόκουτα και δυο πράσινα καφάσια έκλειναν
την είσοδο στους παρείσακτους. Εκεί ήταν το βασίλειο του και εκείνος ο
βασιλιάς. Εκεί είχε και το θησαυρό του. Μια σκισμένη σχολική τσάντα που
κουβαλούσε πάντα μαζί. Την κράταγε σφιχτά στο ένα χέρι όταν έβγαινε από το «σπίτι»
του.
Ο Αχμέτ που είχε το ψιλικατζίδικο απέναντι του έφερνε κάθε φορά καλούδια από το μαγαζί του. Πριν του τα δώσει, του έλεγε ‘δωσε μου την τσάντα σου και πες μου τι έχεις μέσα». Ο μικρός πείσμωνε και κάρφωνε τα μαύρα μάτια του στον Αχμέτ. Τότε δεν χαμογελούσε πια. Ο Αχμέτ διασκέδαζε με το θυμό του παιδιού, του έβαζε στο χέρι σοκολάτες, γάλα, φρούτα και έφευγε γελώντας.
Τότε ο μικρός επέστρεφε στο «σπιτι» του. Καθόταν κάτω από τη μεγάλη λεύκα, τακτοποιούσε τρυφερά την σκισμένη τσάντα δίπλα του και μασούλαγε ευτυχισμένος ότι του έδινε ο καλοκάγαθος ψιλικατζής.