Long you live and high you fly

And smiles you"ll give and tears you"ll cry

And all you touch and all you see

Is all your life will ever be




Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Το σκοτεινό δωμάτιο

Όταν είχα πρωτοέρθει στην Ουγκάντα, συμμετείχα σε μια επιτόπια έρευνα στις παραγκουπόλεις της Καμπάλας. Αν και ο ρόλος μου ήταν απλά συνοδευτικός, ήταν η πρώτη "αποστολή" μου στην χώρα και είχα ενθουσιαστεί. Πόσο μάλλον που θα επισκεπτόμασταν τους ανθρώπους στα σπίτια τους, θα ακούγαμε τις ιστορίες τους από πρώτο χέρι και θα έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια την αστική εξαθλίωση, την οποία ήξερα μόνο "φιλολογικά".

Η λευκή land cruiser με οδηγό τον Μπεν και δύο ακόμα συνεργάτες, με περίμενε έξω από τα γραφείο της οργάνωσης. Σκαρφάλωσα μέσα ενθουσιασμένη. Η ακριβή μου κάμερα στην τσάντα, το σημειωματάριο μου, το στυλό μου, ένα μπουκάλι νερό και αρκετά πολυσέλιδα έγγραφα. Αναλύσεις με τα ποσοστά της φτώχειας, στατιστικοί πίνακες,  αριθμοί, είχα διαβάσει τα πάντα. Εάν με ρωτούσε κάποιος μπορούσα να του πω τον ακριβή αριθμό των παιδιών που δεν πάνε σχολείο, πόσες νέες μολύνσεις έχουμε τον χρόνο από ΗΙV, πόσοι άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας..Τα ήξερα όλα, ή τουλάχιστον έτσι πίστευα...



Το αυτοκίνητο χοροπηδούσε στους δρόμους της Καμπάλας, αποφεύγοντας τα μηχανάκια ταξί και τις τεράστιες λακκούβες. Καθώς απομακρυνόμασταν από τους πλούσιους λόφους, η πόλη ξεδίπλωνε μπροστά μας το αληθινό της πρόσωπο. Αφήσαμε την κεντρική αρτηρία, και μπήκαμε στις παραγκουπόλεις, εκεί που ζει το 80% των κατοίκων της. Η οριοθέτηση του δρόμου πλέον δεν υπήρχε. Λάσπη και σκουπίδια γίνονταν ένα με τις πόρτες των πλίθινων κτισμάτων και των τσίγκινων παραπηγμάτων. Σκυλιά με θολωμένο βλέμμα και ανοιχτές πληγές περιφέρονταν δίπλα σε γυμνά μωρά που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή μέσα στα σκουπίδια. Άνθρωποι κουρασμένοι με βρώμικα ρούχα και σκοτεινό βλέμμα μας κοιτούσαν με καχυποψία. Παιδιά με σκισμένα ρούχα και διογκωμένες κοιλιές, αδύνατες κουρασμένες γυναίκες, αγόρια που κουβαλάνε παλιοσίδερα, άντρες που επιδιορθώνουν παλιά λάστιχα. Σα να έχει σταματήσει ο χρόνος και να μας παρατηρούν.



Μικροί χωμάτινοι δρόμοι, βρώμικα στενά που μύριζαν ανθρώπινο ιδρώτα και ούρα, στάσιμα μολυσμένα νερά,  άνθρωποι και ποντίκια...Προχωράμε και νιώθω τα παπούτσια μου να κολλάνε σε μια γλιστερή λάσπη. Με τον ήλιο να καίει η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική. Μια διαπεραστική οσμή από ανθρώπινα περιττώματα, χαλασμένο φαγητό, ούρα και καμένα σκουπίδια μου κόβει την ανάσα. Δίπλα μου ένα μωρό κλαίει απελπισμένα..είναι γυμνό και ξαπλωμένο στη λάσπη. Κοιτάζω για τη μητέρα του, αλλά κανείς δεν φαίνεται να το έχει προσέξει..
Ψηλά χόρτα φυτρώνουν ανάμεσα στα σπίτια και μικρές παιδικές φιγούρες κρύβονται πίσω τους. Οι σπόροι του κεχριού χρυσίζουν στον ήλιο καθώς στεγνώνουν δίπλα από τα πλίθινα κτίσματα. Όσο  πλησιάζουμε τα σπίτια η μυρωδιά γίνεται ανυπόφορη. Κοιτάω τον Μπεν με απορία, μου κάνει νόημα να κοιτάξω σε ένα σημείο μπροστά. Ένας ανοιχτός αγωγός αδειάζει το περιεχόμενο του στον χωμάτινο δρόμο δημιουργώντας ρυάκια μολυσμένης λάσπης. Ξυπόλυτα παιδιά τρέχουν στη βρώμικη λάσπη, μια σκελετωμένη κατσίκα μασάει κάποια φύλλα ενώ ένα μικρό κορίτσι γεμίζει ένα δοχείο νερό από τη διπλανή γούρνα...



Στο σπίτι μας περίμενε η Τζούντιθ. Ένα πλίθινο κτίσμα ενός δωματίου, μια σπασμένη καρέκλα και ένα στρώμα κατάχαμα..Δίπλα μια βρώμικη λεκάνη και ένα κομμάτι ύφασμα..Μια κούκλα φτιαγμένη από ξεραμένα φύλλα μπανάνας και ένα παλιό παπουτσάκι μαρτυρούσαν την ύπαρξη ενός παιδιού. Με τα μάτια μου ακόμα τυφλωμένα από το έντονο φως του ήλιου δυσκολεύομαι να διακρίνω κάτι άλλο στο σκοτεινό υγρό δωμάτιο.
Καθόμαστε σε μια σκισμένη ψάθα στο χωματένιο δάπεδο. Λαχανιαστά και με φωνή που μόλις ακούγεται απαντά στις ερωτήσεις του Μπεν. Η Τζούντιθ είναι 25 ετών, και πουλάει καλαμπόκια στους δρόμους. Πριν δύο χρόνια ο άντρας της πέθανε απο έιτζ και η ίδια διαγνώστηκε οροθετική. Από τα καλαμπόκια κερδίζει περίπου 5 ευρώ την εβδομάδα, όμως τελευταία είναι συνεχώς άρρωστη και δεν μπορεί να πάει στην αγορά, χάνοντας έτσι το μοναδικό της εισόδημα. Ξαφνικά σηκώνεται απο τη θέση της και πηγαίνει προς το στρώμα. Τώρα μπορώ να διακρίνω μια μάζα απο υφάσματα στην άκρη του. Με απαλές κινήσει σα να κρατάει κάτι πολύτιμο που φοβάται μην σπάσει,  παίρνει αγκαλιά τα ανακατεμένα ρούχα και κάθεται κοντά μας. 

 Η Τζούντιθ κατεβάζει το ύφασμα και  ένα αδύνατο παιδί με τεράστια μάτια και ξεραμένα χείλη, σφίγγεται πάνω της. Κλαίγοντας μας συστήνει τον  Τζόζεφ. Είναι ο γιος της και είναι 3 ετών. Το μωρό μας κοιτάζει τρομαγμένα και χώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του. Η Τζούντιθ  βάζει το αγοράκι στο στήθος της, και εκείνο κλείνει τα μάτια του κουρασμένα. Τις τελευταίες εβδομάδες η κατάσταση του έχει χειροτερέψει και η μητέρα του ξέρει πως το τέλος πλησιάζει. Η Τζούντιθ και ο Τζόζεφ πάσχουν απο τον ιό του Έιτζ αλλά δεν έχουν καμία πρόσβαση σε αντιρετροϊκά φάρμακα.

Σήμερα στην Ουγκάντα  1.200.000 άνθρωποι είναι οροθετικοί, απο τους οποίους οι 150.000 είναι παιδιά. Αν και απο το 2004 η αντιρετροϊκή θεραπεία είναι δωρεάν, μόνο 200.000 άνθρωποι έχουν πρόσβαση. Οι διεθνείς συμφωνίες και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου που απαιτεί αποκλειστικής εκμετάλλευσης φάρμακα δεν επιτρέπουν στην χώρα να παράγει φθηνότερα αντιρετροϊκά και να τα διανείμει σε όσους τα έχουν ανάγκη. Οι συμφωνίες αυτές σε  συνδυασμό με την διαφθορά και την δραματική μείωση των δωρεών για τα αντιρετροϊκά φάρμακα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι ασθενείς να έχουν πρόσβαση σε θεραπείες. Μητέρες και παιδιά όπως η Τζούντιθ και ο μικρός της γιος, απλά περιμένουν να πεθάνουν αβοήθητοι.



Στο δωμάτιο επικρατεί σιωπή. Μόνο το σιγανό μουρμουρητό της Τζούντιθ, ακούγεται. Κρατάει σφιχτά τον Τζόζεφ και του τραγουδάει. Το μωρό σιγά σιγά γαληνεύει και κοιμάται στην αγκαλιά της. Νιώθω το υγρό σκοτεινό δωμάτιο να με πνίγει. Θέλω να βγω έξω και να φύγω μακριά απο αυτό το σπίτι, μακριά απο αυτή την σιωπή του θανάτου που απλώνεται γύρω μας.

Δεν ξαναπήγα ποτέ σε εκείνο το μέρος. Τόσους μήνες μετά και δεν ρώτησα ποτέ τον Μπεν τι απέγινε η Τζούντιθ και ο γιος της. Ισως γιατι φοβόμουν να ακούσω αυτό που θα μου έλεγε, ίσως γιατί ντρεπόμουν..
Ισως πάλι γιατι θέλω να πιστεύω πως ο Μπεν βρήκε τον μαγικό τρόπο να τους βοηθήσει και πως ο Τζόζεφ είναι τώρα υγιής και τρέχει χαρούμενος μαζί με τα άλλα παιδιά στους λασπωμένους δρόμους του Mutengo...




8 σχόλια:

Eri είπε...

Αχ Φραν η γραφή σου "ανθίζει"! Λυπάμαι που η έμπνευσή σου ειναι η αθλιότητα, η δυστυχία, η φτώχια, η αρρώστια αλλά πρέπει να σου το πω..
Καταπληκτικό άρθρο και υπέροχες φωτογραφίες! Αισθάνομαι τυχερη που είσαι φίλη μου και με κάνεις και νοιώθω, με κάνεις και βλέπω πέρα απο τους στενούς μου ομολογουμένως ορίζοντες..
Συγχαρητήρια κορίτσι μου!

Fran είπε...

Ερη μου αλλη μια φορα σε ευχαριστω για τα καλα σου λογια. Αν δεν τα γραψω θα με κυνηγανε παντα, ισως ετσι ξορκισω το κακο...

Ανώνυμος είπε...

ειναι σα να ημουν διπλα σου....ποσο πονος...
ευχαριστω που με πηρες μαζι σου αν κ τωρα ποναω...

Fran είπε...

Ανωνυμε ειλικρινα σε ευχαριστω που η ιστορια μου σε αγγιξε τοσο..

Ανώνυμος είπε...

...δεν ξέρω αν ο πόνος του συνανθρώπου, μας αναχαιτίζει ή μας ενισχύει, εύχομαι στην περίπτωσή σου να σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι με τον τρόπο που το κάνεις.

Δημήτρης

Fran είπε...

Δημητρη ευχαριστω. Μπορω να πω πως η δυστυχια γυρω μου αλλοτε με αποκαρδιωνει και αλλοτε με πεισμωνει. Εχω ομως πληρη συναισθηση της αδυναμιας μου. Ξερω πως ελαχιστα μπορω να αλλαξω....

Ανώνυμος είπε...

σε ευχαριστουμε πολυ...ο γραπτος σου λογος ..το πως μας περιγραφεις αυτα που ζεις...ειναι καθηλωτικος!!!!ειμουνα μαζι σου...διπλα σου για λιγο....εστω νοερα...

patroklos είπε...

Τι να πω ρε κοριτσι,απλα γραφεις μαγικα και μας φερνεις εικονες τις οποιες επιτακτικα προσπαθουμε να μη βλεπουμε

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...