Long you live and high you fly

And smiles you"ll give and tears you"ll cry

And all you touch and all you see

Is all your life will ever be




Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Μια ιστορία...μέρος δεύτερο

Η ιστορία αυτή είναι λίγο διαφορετική από εκείνες τις οποίες γράφω συνήθως. Ίσως αναρωτηθείτε το λόγο ύπαρξης ενός τέτοιου κειμένου σε ένα ιστολόγιο που λίγο ή πολύ μας ταξιδεύει σε μια αλλιώτικη πραγματικότητα. Όμως και αυτή η ιστορία είναι ένα ταξίδι. Το ταξίδι ενός ανθρώπου που έφυγε από την πατρίδα του όχι γιατί το επέλεξε ο ίδιος, αλλά επειδή αρνήθηκε να πολεμήσει έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός του.  Έμαθα το όνομα και την ιστορία του λίγο αργότερα. Μου τα διηγήθηκε ο ίδιος, ήρεμα και πάντα με εκείνο το γέλιο που τότε δεν καταλάβαινα πόση θλίψη έκρυβε από πίσω. Σήμερα νιώθω πως ότι και να γράψω δεν θα καταφέρω ποτέ να μεταφέρω το χαμόγελο του, την καθαρότητα της ψυχής του, την καλοσύνη του και το ταλέντο του σε ένα απλό κείμενο. Επιτρέψτε μου και τη συγκίνηση και ίσως την αδεξιότητα του λόγου μου. Δεν έχω να πω πολλά ούτε να περιγράψω ηρωικά κατορθώματα.  Καμιά φορά οι πιο δύσκολες ιστορίες είναι και οι πιο απλές.

Θυμάμαι πως ποτέ δεν παραπονιόταν. Οσα έλεγε φρόντιζε πάντα να τα τελειώνει με ένα αστείο, μπορούσε να σου διηγηθεί τα πιο απίστευτα γεγονότα και να τα κάνει να ακούγονται τόσο εύκολα. Στην τσάντα του είχε πάντα ένα μπλοκ ζωγραφικής και ένα μολύβι, αυτό του κρατούσε συντροφιά τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής και της θλίψης.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήταν 20 ετών και σπούδαζε στο πανεπιστήμιο. Είχε ξεκινήσει να σπουδάζει αρχιτεκτονική. Οι μέρες κυλούσαν και η σκιά του πολέμου πλανιόταν στον αέρα σαν αόρατη απειλή. Ηδη οι εσωτερικοί πρόσφυγες είχαν ξεκινήσει, τα οικονομικά χειροτέρευαν για όλους, οι μισθοί δεν είχαν πληρωθεί για αρκετούς μήνες. Υπήρχε μια παράξενη ηρεμία, όπως εκείνη που νιώθεις πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, όταν τα πουλιά πετάνε ψηλά φεύγοντας και μια περίεργη άπνοια κυριαρχεί. Κάθε πόλεμος είναι βάναυσος, όμως ο εμφύλιος κρύβει μέσα του τη μεγαλύτερη αγριότητα. Όταν ξαφνικά οι χτεσινοί φίλοι γίνονται εχθροί, φαίνεται πως η ανθρώπινη φύση δείχνει την πιο σκοτεινή πλευρά της. Σαν να θέλουν οι χτεσινοί γείτονες να γκρεμίσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν ότι τους έδενε μέχρι τότε. Ίσως επειδή μοιάζουν τόσο πολύ να θέλουν να καταστρέψουν ότι τους θυμίζει τον εαυτό τους. Το θύμα και ο θύτης μπερδεύονται και χάνεται ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Όσοι παρατηρούν εμφύλιες συγκρούσεις συχνά σοκάρονται με την αγριότητα και το μίσος. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει πως τόσο μίσος κρυβόταν τόσο καιρό και πως ξαφνικά ξεχύθηκε στην επιφάνεια. Όμως κανένας πόλεμος δεν είναι ποτέ μια απλή ιστορία μίσους και διαφορών. Είναι πάνω από όλα μια ιστορία απληστίας όχι μόνο των άμεσα εμπλεκομένων αλλά κυρίως εκείνων που από τη σιγουριά της εξουσίας παρατηρούσαν και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία του κέρδους τους. Και αν η ευκαιρία αργούσε, φρόντιζαν να την δημιουργήσουν πάντα στο όνομα των αδυνάτων, της δημοκρατίας και του δικαίου.
Αυτόν τον πόλεμο αρνήθηκε να πολεμήσει. Ξαφνικά γινόταν εχθρός με τους παλιούς συμμαθητές επειδή είχαν γεννηθεί σε διαφορετική μεριά του ποταμού. Έπρεπε να σκοτώσει κάποιον που μέχρι τότε είχαν την ίδια ταυτότητα και ανήκαν στην ίδια χώρα. Και ξαφνικά αυτή η χώρα δεν υπήρχε πια, κατακερματίστηκε σε άλλες μικρότερες και όλοι έγιναν πια εχθροί. Ξαφνικά δεν μπορεί να περάσει την γέφυρα των παιδικών του χρόνων γιατί ανήκει στους «άλλους» και κάθε παράβαση τιμωρείται με θάνατο. Ξαφνικά οι ελεύθεροι σκοπευτές αποφασίζουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει επειδή τόλμησε να πάει μέχρι την κεντρική αγορά να ψωνίσει. Ξαφνικά η χώρα γεμίζει προσφυγικούς καταυλισμούς, κάποιοι άλλοι αποφασίζουν ποιος είναι ο «κακός» και ο «καλός» και ξέρει πως αν φύγει θα πρέπει πάντα να έρχεται αντιμέτωπος με την καχυποψία των άλλων, γιατί ανήκει στους «κακούς».
Μου είπε πως έφυγε γιατί απλά δεν είχε κανένα λόγο να πολεμήσει. Δεν ήξερε ποιόν και γιατί έπρεπε να μισεί. Όταν ήρθαν ξανά να του ζητήσουν να παρουσιαστεί, απλά δεν εμφανίστηκε. Ήξερε πως θα γυρίσουν πάλι το πρωί και έπρεπε να φύγει. Ήξερε πως ότι αφήνει πίσω το χάνει για πάντα. Όσα γνώριζε, όσα είχε αγαπήσει, θα έμεναν εκεί και ακόμα κ αν κάποτε ο πόλεμος τελείωνε ποτέ δεν θα ήταν τα ίδια. Ένας άνθρωπος που χάνει τα σημάδια του, χάνει και την ιστορία του. Δεν έχει πλέον που να στραφεί γιατί ότι είχε δεν το αναγνωρίζει πια. Τότε αρχίζει και η πραγματική μοναξιά. Μια μοναξιά που σε ακολουθεί παντού γιατί δεν ανήκεις πλέον πουθενά.
Έτσι περιπλανήθηκε πολύ και πλήρωσε το τίμημα της ελευθερίας του. Αρνήθηκε τη βοήθεια οργανώσεων, αρνήθηκε να πάρει άλλη υπηκοότητα όταν του δόθηκε η ευκαιρία, αρνήθηκε να γίνει μέρος της προπαγάνδας τοπικών πολιτικών που ξαφνικά θυμήθηκαν τους πρόσφυγες στην καρδιά της Ευρώπης. Προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του χωρίς να αρνηθεί ποτέ ποιος είναι και χωρίς να εξαργυρώσει την προσωπική του τραγωδία.
Δεν ήταν ήρωας, ούτε θύμα, ήταν απλά ένας άνθρωπος που είχε χάσει τα πάντα και έπρεπε να φτιάξει την ιστορία του από την αρχή. Για μένα ήταν ο δικός μου ήρωας, ο «πρίγκιπας της Σερβίας» όπως μου άρεσε να τον λέω και ας γελούσε όποτε το άκουγε. Ήταν φτιαγμένος από εκείνη την σπάνια στόφα ανθρώπων που δίνουν τα πάντα χωρίς να ζητάνε τίποτα, που το δόσιμο τους είναι ολοκληρωτικό και γεμάτο αλήθεια. Και ήταν ευτυχισμένος.
Πολλές φορές η ζωή μας δίνει αυτό που πραγματικά αγαπάμε είτε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά. Η ειρωνεία είναι πως όταν το καταλάβουμε είναι πλέον αργά. Καμιά φορά αυτά που χάνουμε ορίζουν την πορεία μας περισσότερο από αυτά που έχουμε. Χρειάζεται όμως πολύ θάρρος για να το παραδεχτείς. Συνήθως επιλέγουμε τον εύκολο δρόμο και βρίσκουμε ένα σωρό δικαιολογίες για τις αποφάσεις μας. Κάποιες ιστορίες όμως μας ακολουθούν πάντα και κάποιες δεν τελειώνουν ποτέ, ακόμα και όταν οι ήρωες τους έχουν πια χαθεί .



Για τον Αλεξ......

3 σχόλια:

Lefki είπε...

Γιατί "ήταν"? Δεν "είναι" πια?
:-(

Fran είπε...

Δεν ξέρω αν ειναι ακομα ευτυχισμνος. Ελπιζω ομως..

Ifigeneia Natsiava είπε...

Είχα την ίδια απορία με τη Λευκή...

Μακάρι να είναι...

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...