Μια μικρή παγωμένη πόλη του βορρά. Σαν πρώτη εντύπωση, μάλλον απογοητεύει. Ο χειμώνας βαρύς, το σκοτάδι πυκνό, οι άνθρωποι στους δρόμους λιγοστοί και η πόλη αφόρητα μελαγχολική και βαρετή και ας έχει ένα από τα πιο γνωστά πανεπιστήμια της χώρας. Δεν έχει ιστορικό κέντρο, ούτε μεγάλους εμπορικούς δρόμους, ούτε καν εκείνη την γραφική ομορφιά των πόλεων του βορρά που όσο και αν σε μελαγχολούν σου αφήνουν μια γλυκειά προσμονή να επιστρέψεις. Εχει όμως το λιμάνι. Εκεί που κάθε βράδυ τα πλοία διασχίζουν την παγωμένη θάλασσα με προορισμό τις μακρινές χώρες του βορρά. Από το παράθυρο μου παρατηρούσα με τις ώρες αυτά τα πλοία να φεύγουν…τον ήχο της αποβάθρας, τα φώτα που έσπαζαν την παγερή μονοτονία, τα πλοία που διέσχιζαν την σκοτεινή θάλασσα και χάνονταν στον ορίζοντα. Το σούρουπο καθώς το παγωμένο γκρίζο μπλέ του ουρανού έδινε τη θέση του σε ένα βαθύ κόκκινο, τα καράβια μου κρατούσαν συντροφιά. Και τότε τον έβλεπα. Ηταν πάντα εκεί, φορούσε το ίδιο μάυρο παλτό και καθόταν στην ίδια θέση κοιταζοντας τα πλοία, σαν να περίμενε κάτι που δεν θα ερχόταν ποτέ.
Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Ηταν μια σκιά στο σκοτάδι. Σιγά σιγα όμως άρχισα να τον παρατηρώ. Ερχόταν πάντοτε την ίδια ώρα, καθόταν μέχρι να σκοτεινιάσει τελείως και έπειτα έφευγε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε έρθει. Πρόσεξα πως ερχόταν την αγαπημένη μου ώρα της ημέρας: το σούρουπο. Όταν η πόλη αρχίζει να νυστάζει, τα χρωματα γαληνεύουν και χάνουν την έντονη λάμψη και οι άνθρωποι τρέχουν να βρούν την γλυκειά θαλπωρή του σπτιου τους. Όμως εκείνος ήταν εκεί, να κοιτάζει τον ορίζοντα, χωρίς να βιάζεται να επιστρέψει κάπου. Καμιά φορά ζέσταινε τα χέρια του μέσα στο μάυρο παλτό που φορούσε και άναβε τσιγάρο. Μου άρεσε να παρατηρώ τη λεπτή φωτιά του τσιγάρου και τον καπνό του. Οταν έπεφτε το σκοτάδι, αυτή η μικρή κόκκινη φλόγα μου έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας. Δεν ήμουν μόνη, ο άγνωστος σύντροφος στις παγωμένες νύχτες ήταν εκεί. Πριν σκοτεινιάσει κατέβαινα στην μικρή αποβάθρα με την ελπίδα να τον συναντήσω. Ηξερα τι ώρα θα έρθει και που θα κάτσει. Θα τον παρατηρούσα να τινάζει τα μαλλιά που του έπεφταν στο πρόσωπο, να σφίγγει το μάυρο παλτό σα να κρυώνει και να ανάβει τσιγάρο. Θα το κρατουσε με τα λεπτά δάχτυλα των χεριών του και θα φυσούσε απαλά τον καπνό κοιτώντας τη θάλασσα. Σιγά σιγά, ο άγνωστος έγινε χωρίς να το ξέρει ο μοναδικός μου φίλος. Δεν ήξερα τίποτα για εκείνον και όμως ένιωθα πως γνώριζα τα πάντα. Πως μια κοινή μοίρα μας δένει, ίσως επειδη ερχόταν την αγαπημένη μου ώρα, ίσως επειδή του άρεσε να κοιτάει τα πλοία που έφευγαν. Προσπαθούσα να μαντέψω την ιστορία του, να φανταστώ την φωνή του, να αφουγκραστω την σκέψη του. Τι να έκρυβε, από πού ερχόταν και ποιά μοίρα τον έφερε σε αυτή την παγωμένη πόλη να κοιτάζει τα πλοία…Αραγε τι να ήθελε να ξεχάσει και τι να έψαχνε να βρεί…
Είναι στιγμές που στη ζωή πρέπει να πούμε το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Ότι και να πούμε, ξέρουμε πως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία. Η ζωή ίσως μας δώσει κάτι παρόμοιο ποτέ όμως το ίδιο. Και όλα αυτά φτιάχνουν την δική μας προσωπική ιστορία και χτίζουν τις δικές μας γέφυρες με το παρελθόν και το μέλλον. Γιατί είμαστε φτιαγμένοι από όλα τα ναι και τα όχι που είπαμε, απο ότι χάσαμε αλλά και από ότι βρήκαμε. Διότι τελικά αυτό που θα μας ορίζει πάντοτε θα είναι το θάρρος και η συνέπεια της απόφασης και όχι η απόφαση η ίδια, το κουράγιο να πούμε το μεγάλο ναι, όταν τα πάντα γύρω μας λένε όχι…
3 σχόλια:
"Γιατί είμαστε φτιαγμένοι απο όλα τα ναι και τα όχι που είπαμε...." το κρατάω Φράν σαν όλες τις εκφράσεις που υπογραμμίζω άπο όσα βιβλία έχω διαβάσει....
Μου αρεσει η ιστορια σου... με παρασυρει, βρισκομαι και εγω σε αυτο το κρυο απογευμα και ειμαι πολυ περιεργη να διαβασω τη συνεχεια...
"...το κουράγιο να πούμε το μεγάλο ναι, όταν τα πάντα γύρω μας λένε όχι…"!!!
p.s. Υποκλίνομαι...
Δημοσίευση σχολίου