Ο Πάτρικ είναι ένας νεαρός άνδρας γύρω στα 20, μπορεί και 25, ούτε ο ίδιος γνωρίζει ακριβώς, που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια αφρικάνικη πρωτεύουσα. Ψηλός και πολύ αδύνατος, ντυμένος με μια σκισμένη αθλητική μπλούζα και ένα βρόμικο παντελόνι πουλάει πλαστικά ρολόγια στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Η ζωή του είναι ένα συνεχές κυνηγητό με την αστυνομία που σε κάθε ευκαιρία θα τον ξυλοκοπήσει και θα του πάρει την πραμάτεια, εάν δεν καταφέρει να δώσει ένα γενναίο ποσοστό από τις πενιχρές του εισπράξεις. Τα κέρδη του ποικίλουν από το τίποτα μέχρι και 5 ευρώ, αν σταθεί τυχερός και πουλήσει τουλάχιστον δέκα από τα πλαστικά του ρολόγια. Από τα κέρδη αυτά πρέπει να πληρώσει ένα ποσοστό στον άτυπο αρχηγό του δρόμου που επιτρέπει στον Πάτρικ να "δουλεύει", ένα ακόμα ποσοστό στον προμηθευτή των ρολογιών και τα υπόλοιπα-εάν δεν τον πιάσει η αστυνομία- θα είναι τα κέρδη του. Στη βρώμικη παραγκούπολη που μένει, το σπίτι του είναι ένα σύνολο από λαμαρίνες και ξύλα, το οποίο μοιράζεται μαζί με την θεία του και τα 5 ανήλικα παιδιά της. Όταν βρέχει η στέγη στάζει και τα λύματα των υπερχειλισμένων δρόμων γεμίζουν τον ένα και μοναδικό χώρο του σπιτιού. Εξαιτίας της υγρασίας αλλά και της ρύπανσης από τα καυσόξυλα που καίνε συνεχώς στην γειτονιά του τα παιδιά είναι συνεχώς άρρωστα ενώ τα πενιχρά εισοδήματα της οικογένειας δεν φτάνουν ούτε για φάρμακα αλλά ούτε και για σχολικά δίδακτρα.
Ο Πάτρικ είναι απλά ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες "αστικούς φτωχούς", του οποίου η οικογένεια αναγκάστηκε να πουλήσει τη γη της όταν ξεκίνησαν να εφαρμόζονται οι πολιτικές της "αγροτικής απελευθέρωσης" των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως τις διαμόρφωνε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.