Long you live and high you fly

And smiles you"ll give and tears you"ll cry

And all you touch and all you see

Is all your life will ever be




Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Madam, God is Great, What Will You Give me Today?


The same words every day, in broken English and a wide, toothless smile. He wore a dirty shirt, too big for his skinny body, and a ripped pair of pants. His eyes were dark, black. It was difficult to guess what they had seen and what they were hiding. Always there, with his outstretched hand and a big smile, -What will you give me today...?

He wasn't over ten years old. Dirty hair and chewed down fingernails. But his toothless smile was always wide. When he was not asking for food he used to sit by the side of the street between the two large elm trees. He had built his own tiny house. Two cardboard boxes and two green crates blocked the way to the uninvited guests. That was his kingdom and he was the king. He kept his treasure there too, a tattered school bag that he always carried with him. He held it tight in one hand whenever he ventured outside his "house".

Ahmed, who had the small shop across the street brought him goodies every day. Before giving them to him he used to tell him:"Give me your bag and tell me what you keep inside". The boy would become stubborn and pin his gaze to the ground. He would not smile anymore. Ahmed found the kid's anger funny, he'd stuff the kid's hands with chocolates, milk, and fruit and walk away. The boy would go back "home". He'd sit under the large elm, neatly arrange his ripped bag by his side, and happily start chewing at whatever the good-natured shopkeeper had given him. 

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Κυρια τι θα μου δωσεις σημερα;

-Κυρία, ο Θεός είναι μεγάλος, τι θα μου δώσεις σήμερα;



Κάθε μέρα η ίδια σχεδόν φράση σε σπασμένα αγγλικά και ένα πλατύ χαμόγελο χωρίς δόντια. Φορούσε ένα βρώμικο πουκάμισο, πολύ μεγάλο να χωρέσει το κοκαλιάρικο σώμα του και ένα σκισμένο παντελόνι. Τα μάτια του βαθιά μαύρα, δύσκολο να καταλάβεις τι κρύβουν και τι είχαν δει. Πάντα εκεί με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα απλωμένο χέρι, τι θα μου δώσεις σήμερα...



 Δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρονών. Βρώμικα μαλλιά, και φαγωμένα νύχια. Μα το φαφούτικο χαμόγελο πάντα πλατύ. Όταν δεν ζήταγε φαγητό, καθόταν στη γωνία του δρόμου, ανάμεσα στις δύο μεγάλες λεύκες. Είχε φτιάξει το δικό του σπιτάκι. Δυο χαρτόκουτα και δυο πράσινα καφάσια έκλειναν την είσοδο στους παρείσακτους. Εκεί ήταν το βασίλειο του και εκείνος ο βασιλιάς. Εκεί είχε και το θησαυρό του. Μια σκισμένη σχολική τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί. Την κράταγε σφιχτά στο ένα χέρι όταν έβγαινε από το «σπίτι» του.

Ο Αχμέτ που είχε το ψιλικατζίδικο απέναντι του έφερνε κάθε φορά καλούδια από το μαγαζί του. Πριν του τα δώσει, του έλεγε ‘δωσε μου την τσάντα σου και πες μου τι έχεις μέσα». Ο μικρός πείσμωνε και κάρφωνε τα μαύρα μάτια του στον Αχμέτ. Τότε δεν χαμογελούσε πια. Ο Αχμέτ διασκέδαζε με το θυμό του παιδιού, του έβαζε στο χέρι σοκολάτες, γάλα, φρούτα και έφευγε γελώντας.

Τότε ο μικρός επέστρεφε στο «σπιτι» του. Καθόταν κάτω από τη μεγάλη λεύκα, τακτοποιούσε τρυφερά την σκισμένη τσάντα δίπλα του και μασούλαγε ευτυχισμένος ότι του έδινε ο καλοκάγαθος ψιλικατζής.

Μια απλή ιστορία

Θα σας διηγηθώ μια ιστορία-αληθινή και φοβάμαι και πολύ συνηθισμένη. Λίγες εβδομάδες πριν επισκέφτηκα στη Βόρεια Νιγηρία έναν καταυλισμό εκτοπισμένων. Δεν θα σταθώ στα πολιτικά αίτια. Οι άνθρωποι είχαν δει το χάρο με τα μάτια τους, που λέει και ο λαός μας. Είχαν ξεφύγει από τη Μπόκο Χαραμ.

Στον καταυλισμό αυτόν λοιπόν με πλησίασε μια γυναίκα με ένα μωρό που έμοιαζε να είναι 2 μηνών. Ήταν δέκα μηνών. Το μωρό ανέπνεε με δυσκολία, ένα πράσινο υγρό έβγαινε από το στόμα του και είχε μια έκφραση αγωνίας στα μάτια. Με άλλα λόγια το μωρό πέθαινε. Είμαι λοιπόν εκεί, δίπλα μου μια υπάλληλος διεθνούς οργανισμού, παραδίπλα ένας κυβερνητικός και η μάνα με το μωρό. Τα έχω λίγο χαμένα-δεν το περίμενα αυτό. Η επαγγελματίας ανθρωπίστρια λέει στη μάνα να πάει αύριο το μωρό στην κλινική. Εκεί σαν να ξυπνάω από το λήθαργο της απαντώ ότι αύριο το μωρό θα έχει πεθάνει. Ξεκινάει μια συζήτηση λοιπόν και νιώθω ότι παρακολουθώ το θέατρο του παραλόγου. Μόνο που συμμετέχω κιόλας. Δεν υπάρχει γιατρός τώρα, δεν μπορεί να βγει από τον καταυλισμό, να περιμένει αύριο, γιατί δεν το πήγε πιο νωρίς και διάφορα παρόμοια. Το μωρό στο μεταξύ μοιάζει σαν να παίρνει τις τελευταίες του ανάσες. Εμείς εκεί να συζητάμε γιατί δεν μπορούμε να το βοηθήσουμε και το μωρό να πεθαίνει. Φυσικά η ζωή δεν είναι ταινία και δεν υπάρχει ο ήρωας που θα αρπάξει το μωρό, θα αψηφίσει τους κανόνες και τους στρατιωτικούς και θα το σώσει. Έτσι απλά αφήσαμε το μωρό και φύγαμε. Ναι όπως το ακούτε. Τέλος της ιστορίας, πάμε παρακάτω.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...